debtor's account - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

debtor's account - translation to Αγγλικά

CONCEPT IN ENGLISH LAW
Dishonestly; Dishonest; Debtor's dishonesty

debtor's account      

Смотрите также

debtor account

debtor's account      
счёт дебитора
control account         
ACCOUNT IN THE GENERAL LEDGER FOR WHICH A CORRESPONDING SUBSIDIARY LEDGER HAS BEEN CREATED, ALLOWING FOR TRACKING TRANSACTIONS WITHIN THE CONTROLLING ACCOUNT IN MORE DETAIL
Control Account; Control account

бухгалтерский учет

синтетический [контрольный] счет (на котором учитываются суммированные данные с индивидуальных (аналитических) счетов; сальдо по данному счету должно совпадать с суммой остатков по соответствующим вспомогательным (аналитическим) счетам)

синоним

controlling account

антоним

subsidiary account

Смотрите также

debtors ledger control account; creditors ledger control account; cost ledger control account; stock control account; account; general ledger

Ορισμός

checking account
(checking accounts)
A checking account is a personal bank account which you can take money out of at any time using your cheque book or cash card. (AM; in BRIT, usually use current account
)
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Dishonesty

Dishonesty is to act without honesty. It is used to describe a lack of probity, cheating, lying, or deliberately withholding information, or being deliberately deceptive or a lack in integrity, knavishness, perfidiosity, corruption or treacherousness. Dishonesty is the fundamental component of a majority of offences relating to the acquisition, conversion and disposal of property (tangible or intangible) defined in criminal law such as fraud.

Μετάφραση του &#39debtor's account&#39 σε Ρωσικά